βερνιέρος

βερνιέρος
ο тех верньер

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "βερνιέρος" в других словарях:

  • βερνιέρος — Όργανο με το οποίο μετριούνται τα κλάσματα μιας δεδομένης μονάδας μέτρησης. O β. που χρησιμοποιείται για την ακριβή μέτρηση του μήκους, του πάχους, της εξωτερικής διαμέτρου κλπ. είναι προσαρμοσμένος επάνω στο λεγόμενο παχόμετρο. Το σύστημα… …   Dictionary of Greek

  • εξάντας — Όργανο για τη μέτρηση της γωνίας μεταξύ δύο στόχων. Χρησιμοποιείται, ιδιαίτερα στη ναυσιπλοΐα, για τον προσδιορισμό του ύψους των αστέρων από τον ορίζοντα. Ο ε. περιλαμβάνει έναν κυκλικό τομέα με βαθμονομημένο χείλος, ο οποίος έχει άνοιγμα 60,… …   Dictionary of Greek

  • βαρόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της ατμοσφαιρικής πίεσης. Το πρώτο β. το επινόησε ο Ιταλός Τοριτσέλι, στην προσπάθειά του να εξηγήσει γιατί οι αναρροφητικές αντλίες δεν μπορούν να ανεβάσουν το νερό πάνω από ένα ορισμένο ύψος. Το υδραργυρικό β. του… …   Dictionary of Greek

  • μοιρονόμιο — το όργανο που εφαρμόζεται πάνω στα γωνιομετρικά όργανα και μετρά με ακρίβεια ενός δεκάτου τής μοίρας τόξα κύκλου, αλλ. κυκλικός βερνιέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοίρα «μονάδα μέτρησης», + νόμιο (< νόμος < νέμω), πρβλ. προνόμιο] …   Dictionary of Greek

  • γωνιόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση των γωνιών. Έχουν κατασκευαστεί διάφοροι τύποι γ., ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζονται. Για τις γωνίες των στερεών σωμάτων χρησιμοποιούνται γ. που αποτελούνται βασικά από έναν βαθμονομημένο κύκλο (ή ημικύκλιο),… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»